- ξέβγαλμα
- τό1) полоскание, выполаскивание (белья); 2) провожание; сопровождение; отправление; 3) избавление (от кого-чего-л.); 4) развращение; обольщение, совращение (женщины)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέβγαλμα — ξέβγαλμα, το και ξέβγασμα, το, ατος 1. τελευταίο πλύσιμο των ρούχων: Είμαι στο ξέβγασμα της μπουγάδας. 2. παραπλάνηση, διαφθορά. 3. προπομπή, ξεπροβόδισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέβγαλμα — και ξέβγαρμα και ξέβγασμα, το 1. το τελευταίο πλύσιμο τών ρούχων με νερό για την τέλεια απομάκρυνση τού διαλυμένου σαπουνιού ή τού απορρυπαντικού, ξέπλυμα 2. κατευόδωση, προπομπή 3. αποπλάνηση, διαφθορά 4. αφαίρεση τής ζωής κάποιου με βίαιο και… … Dictionary of Greek
ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
έκλουση — η το ξέβγαλμα, η έκπλυση … Dictionary of Greek
ανάπλυσις — ἀνάπλυσις ( εως), η (Α) ξαναπλύσιμο, ξέβγαλμα … Dictionary of Greek
ξέβγαρμα — το βλ. ξέβγαλμα … Dictionary of Greek